- ἐπικρούεται
- ἐπικρούωpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικρουστήρας — ο 1. όργανο με το οποίο επικρούεται (βλ. λ.) κάτι, κρούστης. 2. στέλεχος του μηχανισμού του κλείστρου των πυροβόλων γενικά όπλων, που με επίκρουση προκαλεί την έκρηξη του εμπυρεύματος, ο κόκορας, ο λύκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)